αμακαδόρικος
Смотреть что такое "αμακαδόρικος" в других словарях:
αμακαδόρικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακαδόρος + παραγ. κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek
αμακαδόρικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο (βλ. λ.): Δοκίμασε και μαζί μου τα αμακαδόρικα κόλπα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμακαδόρος — α και ισσα, ικο άνθρωπος τής αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παράγ. κατάλ. δόρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος] … Dictionary of Greek
αμακατζίδικος — η, ο ο αμακαδόρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακατζής + παραγ. κατάλ. ίδικος] … Dictionary of Greek
αμακαντζίδικος — η, ο αμακαδόρικος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)