αμακαδόρικος

αμακαδόρικος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμακαδόρικος" в других словарях:

  • αμακαδόρικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακαδόρος + παραγ. κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακαδόρικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε αμακαδόρο (βλ. λ.): Δοκίμασε και μαζί μου τα αμακαδόρικα κόλπα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακαδόρος — α και ισσα, ικο άνθρωπος τής αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παράγ. κατάλ. δόρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακατζίδικος — η, ο ο αμακαδόρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμακατζής + παραγ. κατάλ. ίδικος] …   Dictionary of Greek

  • αμακαντζίδικος — η, ο αμακαδόρικος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»